Πονούσε το κεφάλι της,
ήθελε να πάρει αναλγητικά χάπια,
ο θόρυβος της πόλης
στεκότανε απόμακρος,
σαν απειλή…
έβρεχε σχεδόν δύο μήνες συνέχεια,
δεν είχε ξαναβρέξει τόσο πολύ…
Έψαχνε τις παλιές ζωγραφιές της,
ήθελε να τρέξει έξω
στην αυλή,
όμως δεν υπήρχε πλέον αυλή…
Ο Ήλιος έδυε
και θα ’ταν μια υπέροχη δύση…
όμως
δεν είχε κανένας οπτική γωνία
ή πεδίο ορατότητας για να δει…
Έμοιαζε σαν ο Ήλιος να έδυε
όμως κανένας δεν ήταν εκεί.
Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας
κάποιος δήλωνε:
«Είμαι ένα Oν ρομαντικό,
πολιτικό και παθιασμένο»,
εκείνη γέλασε
με το ρομαντισμό της,
τη πολιτική και τα πάθη της
στις όχθες του ποταμού
τα πουλιά φοβόντουσαν
ότι το νερό είχε ήδη ανέβει πολύ.
Κοιτούσαν το νεόχτιστο φράγμα
και όλο σκεφτόντουσαν
ότι μάλλον τελικά δεν θα αντέξει
την επόμενη ορμητική καταιγίδα.
Τα πουλιά ήξεραν
ότι η καταιγίδα θα έρθει…
Φοβόντουσαν ότι το φράγμα
αυτή τη φορά δεν θα αντέξει…
Ένα τηλέφωνο χτύπησε…
Στο τηλεφωνητή ακούστηκε η φωνή
ενός Ινδού ποιητή του δεκάτου πέμπτου
αιώνα
να μιλάει μιαν άγνωστη γλώσσα.
Άγνωστη γλώσσα…
και υψηλού επιπέδου άγνωστη ποίηση
Εκείνη έκλεισε το τηλέφωνο απότομα,
οι λέξεις μείναν μισές…
Εκείνη κάθισε ήσυχη
πίνοντας ρακί απ΄ τη νότια Κρήτη
Οι αιώνες περνούσαν ξανά
από ένα σημείο
μιας μονάχα ζωής…
Η γραμμή της ζωής της συναντούσε ένα
απόγευμα…
αιώνες
που ’χαν πριν αιώνες περάσει…
Ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα μακριά
Θιβετιανοί μοναχοί διαβάζανε τη
Σούτρα του Βούδα
στην οποία ο Κοσμικός τους Διδάσκαλος
εξηγούσε τα αίτια της Κοσμικής Άγνοιας…
Έξω απ’ το μοναστήρι
είχε αρχίσει να έρχεται η Άνοιξη…
Τα μικρά παιδιά της περιοχής
έπαιζαν στην αυλή και περίμεναν
οι μοναχοί να τελειώσουν το διάβασμα,
για να πιούνε μαζί τους ζεστό τσάι
και να φάνε μπισκότα
στη δροσιά του απόβραδου.
Πονούσε το κεφάλι της,
ήθελε να μπορούσε να κάνει
πολύ περισσότερα πράγματα,
ήθελε να μπορούσε να πει
πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα,
ήθελε να μπορούσε να ζει
σ’ ένα κόσμο που θα χωρούσαν…
όλα αυτά
που θα μπορούσε να ήτανε…
Η τηλεόραση έδειχνε ξανά
δυο αεροπλάνα να οδηγούν
δύο ουρανοξύστες σε κατάρρευση…
Εκείνη έκλεισε την τηλεόραση…
Σκεφτότανε να πάει
σε μια post rock συναυλία.
Απόψε,
διακόσια είκοσι χρόνια πριν…
ο Λόρδος Βύρων πεθαίνει σ’ ένα
κρεβάτι
από πυρετό στην Ελλάδα…
Απόψε,
τριάντα οχτώ χρόνια πριν…
διαδηλωτές ουρλιάζουν στους δρόμους
για την «Ελευθερία του Λόγου»
Απόψε,
δέκα χρόνια πριν…
νεαροί με μαύρες κουκούλες
περιλούζουν πετρέλαιο και καίνε
την εξοχική έπαυλη του διευθυντή
της αντιπροσωπείας Nestle
Απόψε,
σαράντα χρόνια πριν…
ο Κώστας Αξελός ολοκληρώνει τα
χειρόγραφα
για το βιβλίο του «Προς την Πλανητική
Σκέψη»,
πίνει μια τελευταία γουλιά κρασί
κόκκινο
και κουρασμένος πηγαίνει για ύπνο…
Έμεινε με τα μάτια κλειστά
για κάμποση ώρα
αφήνοντας τους αιώνες να περνάνε
μπροστά απ’ τα
κλεισμένα της μάτια
Είχε ανάγκη να λατρέψει Θεούς
όμως αυτό δεν
επιτρεπόταν
απ’ τη κοινή
λογική της εποχής της ...
Είχε ανάγκη να επαναστατήσει
προς τις υπάρχουσες κοινωνικές της
δομές
όμως θα την συλλαμβάνανε,
μέσα σε λίγες
βδομάδες…
Είχε ανάγκη να ζωγραφίσει,
όμως όλα τα χρώματα μέναν νεκρά
μες στα στεγνά δάχτυλά της...
Πονούσε το κεφάλι της,
ήθελε να πάρει αναλγητικά χάπια,
ο θόρυβος της πόλης
στεκότανε απόμακρος,
σαν απειλή…
έβρεχε σχεδόν δύο μήνες συνέχεια,
δεν είχε ξαναβρέξει τόσο πολύ…
Έψαχνε τις παλιές ζωγραφιές της,
ήθελε να τρέξει έξω
στην αυλή,
όμως δεν υπήρχε πλέον αυλή…
Ο Ήλιος έδυε
και θα ’ταν μια υπέροχη δύση…
όμως
δεν είχε κανένας οπτική γωνία
ή πεδίο ορατότητας για να δει…
Έμοιαζε σαν ο Ήλιος να έδυε
όμως κανένας δεν ήταν εκεί.
Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας
κάποιος δήλωνε:
«Είμαι ένα Oν ρομαντικό,
πολιτικό και παθιασμένο»,
εκείνη γέλασε
με το ρομαντισμό της,
τη πολιτική και τα πάθη της
στις όχθες του ποταμού
τα πουλιά φοβόντουσαν
ότι το νερό είχε ήδη ανέβει πολύ.
Κοιτούσαν το νεόχτιστο φράγμα
και όλο σκεφτόντουσαν
ότι μάλλον τελικά δεν θα αντέξει
την επόμενη ορμητική καταιγίδα.
Τα πουλιά ήξεραν
ότι η καταιγίδα θα έρθει…
Φοβόντουσαν ότι το φράγμα
αυτή τη φορά δεν θα αντέξει…
Ένα τηλέφωνο χτύπησε…
Στο τηλεφωνητή ακούστηκε η φωνή
ενός Ινδού ποιητή του δεκάτου πέμπτου
αιώνα
να μιλάει μιαν άγνωστη γλώσσα.
Άγνωστη γλώσσα…
και υψηλού επιπέδου άγνωστη ποίηση
Εκείνη έκλεισε το τηλέφωνο απότομα,
οι λέξεις μείναν μισές…
Εκείνη κάθισε ήσυχη
πίνοντας ρακί απ΄ τη νότια Κρήτη
Οι αιώνες περνούσαν ξανά
από ένα σημείο
μιας μονάχα ζωής…
Η γραμμή της ζωής της συναντούσε ένα
απόγευμα…
αιώνες
που ’χαν πριν αιώνες περάσει…
Ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα μακριά
Θιβετιανοί μοναχοί διαβάζανε τη
Σούτρα του Βούδα
στην οποία ο Κοσμικός τους Διδάσκαλος
εξηγούσε τα αίτια της Κοσμικής Άγνοιας…
Έξω απ’ το μοναστήρι
είχε αρχίσει να έρχεται η Άνοιξη…
Τα μικρά παιδιά της περιοχής
έπαιζαν στην αυλή και περίμεναν
οι μοναχοί να τελειώσουν το διάβασμα,
για να πιούνε μαζί τους ζεστό τσάι
και να φάνε μπισκότα
στη δροσιά του απόβραδου.
Πονούσε το κεφάλι της,
ήθελε να μπορούσε να κάνει
πολύ περισσότερα πράγματα,
ήθελε να μπορούσε να πει
πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα,
ήθελε να μπορούσε να ζει
σ’ ένα κόσμο που θα χωρούσαν…
όλα αυτά
που θα μπορούσε να ήτανε…
Η τηλεόραση έδειχνε ξανά
δυο αεροπλάνα να οδηγούν
δύο ουρανοξύστες σε κατάρρευση…
Εκείνη έκλεισε την τηλεόραση…
Σκεφτότανε να πάει
σε μια post rock συναυλία.
Απόψε,
διακόσια είκοσι χρόνια πριν…
ο Λόρδος Βύρων πεθαίνει σ’ ένα
κρεβάτι
από πυρετό στην Ελλάδα…
Απόψε,
τριάντα οχτώ χρόνια πριν…
διαδηλωτές ουρλιάζουν στους δρόμους
για την «Ελευθερία του Λόγου»
Απόψε,
δέκα χρόνια πριν…
νεαροί με μαύρες κουκούλες
περιλούζουν πετρέλαιο και καίνε
την εξοχική έπαυλη του διευθυντή
της αντιπροσωπείας Nestle
Απόψε,
σαράντα χρόνια πριν…
ο Κώστας Αξελός ολοκληρώνει τα
χειρόγραφα
για το βιβλίο του «Προς την Πλανητική
Σκέψη»,
πίνει μια τελευταία γουλιά κρασί
κόκκινο
και κουρασμένος πηγαίνει για ύπνο…
Είχε ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί
όμως δεν έβρισκε κανέναν
μαζί του να μπορεί
να ζει χωρίς φόβο...
Είχε ανάγκη να είναι πρόσχαρη
όμως σχεδόν τα πάντα γύρω της
ήτανε πλέον σχεδόν
διεστραμμένα....
Πίστευε ότι τελικά είχε γίνει δέντρο…
Είχε ανάγκη να τρέξει
όμως δεν είχε
πουθενά για να τρέξει εκεί...
Πίστευε ότι τελικά είχε γίνει
δέντρο...
Ήθελε να μπορούσε να ζει,
σ΄ ένα κόσμο που θα χωρούσαν
όλα αυτά που θα
μπορούσε να είναι …
Σκεφτόταν να πάει
σε μια post rock συναυλία…
Ποίηση από το βιβλίο
"Για Την Ανθρώπινη Αγάπη Στις Δυτικές Μητροπόλεις", Τάσος Σαγρής
Ποίηση από το βιβλίο
"Για Την Ανθρώπινη Αγάπη Στις Δυτικές Μητροπόλεις", Τάσος Σαγρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου